τοιχογράφημα

τοιχογράφημα
το, -ατος
τοιχογραφία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοιχογράφημα — το, Ν καθετί που είναι ζωγραφισμένο σε τοίχο, τοιχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρ. Γ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”